υγεία

υγεία
υγείά η здоровье;

η διαφύλαξη της υγείας — сохранение здоровья;

η προστασία της υγείας — охрана здоровья;

χαίρω άκρας υγείας — здравствовать, иметь отличное здоровье;

πώς είναι η υγεία σας; — или πώς είστε στην υγεία σας; — как ваше здоровье?;

με την υγεία μου δεν πάω καλά — здоровье у меня плохое;

εις υγείαν σας — или στην υγείά σας — за ваше здоровье (тост);

με τίς υγείες σας а) на здоровье; б) ирон. с чем вас и поздравляю;

υγεία να έχεις! — будь здоров!;

μ' αυτό το φάρμακο βρήκα την υγεία μου — это лекарство мне помогло


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "υγεία" в других словарях:

  • ὑγεία — ὑγείᾱ , ὕγειος sound fem nom/voc/acc dual ὑγείᾱ , ὕγειος sound fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ὑγείᾱ , ὑγεία fem nom/voc/acc dual (ionic) ὑγείᾱ , ὑγεία fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγείᾳ — ὑγείᾱͅ , ὕγειος sound fem dat sg (attic doric aeolic) ὑγείᾱͅ , ὑγεία fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υγεία — υγεία, η και υγειά, η και γεια, η η φυσική (φυσιολογική) κατάσταση του οργανισμού, η αρτιότητα των σωματικών λειτουργιών, η αρτιμέλεια, η σωματική ευεξία: Γεια σας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υγεία — Αρχαία ελληνική θεότητα, προσωποποίηση της υγείας του σώματος και της ψυχής. Ως αρχαιότερο κέντρο λατρείας της αναφέρεται η Τιτάνη στη Σικυώνα, όπου βρισκόταν ιερό του Ασκληπιού και της Υ. Αναφέρεται ότι ο Aρίφρων ο Σικυώνιος έγραψε ύμνο για τη… …   Dictionary of Greek

  • υγειά — Αρχαία ελληνική θεότητα, προσωποποίηση της υγείας του σώματος και της ψυχής. Ως αρχαιότερο κέντρο λατρείας της αναφέρεται η Τιτάνη στη Σικυώνα, όπου βρισκόταν ιερό του Ασκληπιού και της Υ. Αναφέρεται ότι ο Aρίφρων ο Σικυώνιος έγραψε ύμνο για τη… …   Dictionary of Greek

  • ὑγείας — ὑγείᾱς , ὕγειος sound fem acc pl ὑγείᾱς , ὕγειος sound fem gen sg (attic doric aeolic) ὑγείᾱς , ὑγεία fem acc pl (ionic) ὑγείᾱς , ὑγεία fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγείαι — ὑγείᾱͅ , ὕγειος sound fem dat sg (attic doric aeolic) ὑγείᾱͅ , ὑγεία fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγείαν — ὑγείᾱν , ὕγειος sound fem acc sg (attic doric aeolic) ὑγείᾱν , ὑγεία fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγειῶν — ὑγεία fem gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγεῖαι — ὑγεία fem nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Demotizismus — Unter Dimotiki (griechisch δημοτική [γλώσσα], „Volkssprache“) versteht man die historisch gewachsene und in direkter Kontinuität aus dem Altgriechischen entstandene neugriechische Volkssprache. Der Begriff als solcher ist seit 1818 belegt.[1] Die …   Deutsch Wikipedia


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»